ΠΕΤΡΟΚΕΦΑΛΙ

ΚΛΜ

ΚΡΗΤΙΚΑ ΚΛΜ.           Γιά λέξεις από άλλα γραμματα: ΚΛΙΚ ΣΤΟ: ΚΡΗΤΙΚΑ ΤΣΗ ΚΑΤΩ ΜΕΣΣΑΡΑΣ

Κ

******************************************

καβούλα

κατασκευή με δόλωμα νεροσκούλικα για το αχελολόγημα, στα ημιστάσιμα νερά της πεδιάδας (Βλέπε και μπρουλιάζω)

καβρομαμούνα

σκαθάρι (εκ του κελύφους που το περιέβαλε:  καβούρι και μαμούνι)

καβρός

κάβουρας

καζελέτο

κάσα (μεταφοράς νεκρών). Ήταν ενιαίας χρήσης, επαναχρησιμοποιούμενο. Οι νεκροί στα παιδικά μου χρόνια θάβονταν κατάχαμα. (συνήθεια τηρούμενη σήμερο στην Τήνο)

καζίκι

 τζένιο, σφήνα που μπηγόταν στο έδαφος με χτύπημα και συγκρατούσε τα αιγοπράβατα με σχοινί για να βοσκήσουν σε περιορισμένο χώρο. (Να καζικώσεις καλά την αίγα να μην ξεκαζικώσει, και να μη φτανει τσοι κουρμούλες του γειτόνου).

καημέχαρη

=καϋμένη

καθαρογλωσσίδι

γλωσσοδέτης

καθέκλα

=καρέκλα (Α. Θυμάμαι τον παππού μου να ζητά την καθέκλα (και όχι καρέκλα). Β. Οι καθηγητές μας (1η Γυμνασίου) ανέλυαν-εξηγούσαν πως το εργαλείο καθίσματος ήταν : κάτω+έλκω= καθέλκω (όπως καθέλκυση πλοίου), άρα καθέλκα,   από όπου η νεοελληνική παραφθορά: =καρέκλα)

καϊναντίζω

 συνήθως αφορούσε αίσθημα φλόγωσης, κάψιμου,  από στέρηση νερού. Η ίδια έκφραση όμως αφορούσε και φυτά. Μεταφορικά και σε δεύτερο επίπεδο, αφορούσε και συμβάμματα που εξελισσόταν με υπερβάλλουσα, από προηγούμενη στέρηση, ένταση π.χ. ο καιρός είναι καϊναντισμένος για βροχή, ο ποταμός σέρνει, και  είναι καϊναντισμένος)

κακαρίστρες

σχήματος πέρδικας λαμπροκούλουρα του 1950-60

κακοβάνω

υποψιάζομαι (επί ταχείρω) (¨Ηργιε ναρθει από το σκολειό το κοπέλι τζη, και εκακόβαλε η μάνα ντου, ήβαλε μια τσούλα να μην τση χτυπά το νερό στη ράχη και είγειρε αθο ντη κουρνιανή να το γυρεύγει)

κακονίζικο

 κακορίζικο, κακόμοιρο (χαρακτηρισμός χωρίς απαξιωτικό περιεχόμενο, ισοδύναμο του : καυμένε.

“Ετσάναι κακονίζικο, απ΄αγαπά και χάσει // τούρχεται να κουζουλαθεί, και τα βουνά να πιάσει”)

κακοπάντιδος

Ι ο μη έχων καλή «πλευρά»  ( πχ. επί δρόμου =κακοτράχαλος).  ΙΙ επι ανθρώπων =ανάποδος, ιδιότροπος  (Καλείναι η καημέχαρη* η ξαδέρφη μου, μα ό άντρας τσοι είναι κακοπάντιδος και δεν πατεί άνθρωπος στο σπίτι ντως…)

κακόσκωτος

κυριολεκτικά = ο έχων κακό σικώτι . Μτφ:, ο φαρμακόγλωσσος, ο κακότροπος.

κακοσυνεύω

κακοφορμίζω, εξέλιξη προς τα χείρω τραυματος ή πληγής (Μην ξεις (=ξύνεις) μωρέ Μανωλιό τα τσερόνια* σου για θα κακοσυνέψουνε κακορίζικο και θα σου κόψουνε τον πόδα)

καλαμιά

Το υπόλοιπο από τα στελέχη των σιτηρών μετά το θερισμό, μήκους 10-20 πόντων, που έμενε  στο χωράφι. Σε αυτά τα χωράφια έδεναν τα βοοειδή για βοσκή. (Μια πειρακτική για τις Τυμπακιανές μαντινάδα της εποχής του 1950, φτιαγμένη προφανώς από κάποιον ερωτοχρυπημένο με Τυμππακιανή:

Ποτέ μου να μην παντρευτώ, Τυμπακιανή δεν παίρνω// γιατί δεν έχω καλαμιά, να την ε μεταδένω…)

καλάμουρας

άγγρουστος, αγριάδα

καλάντουρας

σκουλήκι που έκοβε κυριολεκτικά τις ντομάτες, ειδικά τα νεαρά φυτά, μέσα στο έδαφος. Μια χαρακτηριστική βρισιά-κατάρα  της εποχής μου: «Ε εεε νάναι καλαντούροι στο ψικό* του !» τε: όπως κατακρεουργούν οι καλάντουρες τις ντομάτες από τη ρίζα, κατά τον ίδιο τρόπο να καταγρεουργηθεί το σικώτι του!

καλίκωση

Υπόδηση. (τουρκικη λ. καλίκια =γυναικεία  υποδήματα)  (Φράση: απούμαθε ξυπόλυτος, εργά* καλικωμένος.  τε:  Όποιος συνήθισε να κυκλοφορεί ανυπόδητος, κρυώνει φορώντας υποδήματα)  (Όντας μικρά και πειραχτίρια, προκαλούσαμε  τον άθωότερο της παρέας να μετρήσει μέχρι το είκοσι, και μετα τη ….θριαμβευτική επιτυχή μέτρηση εκ μέρους του, τον περιπαίζαμε …ομοιοκαταληκιτά  με τη συνέχεια του δικού του:  ένα, δύο, τρία ….είκοσι, συνεχίζοντας εμείς:  βάλε του σκύλου την καλίκωση !)

καλιμέντο

καλό, όφελος, προκοπή  (Φράση: Θωρώ τα γω τα καλιμέντα σου…= βλέπω την προκοπή σου)

καλντιρίμι

(τουρκ,) λιθόστρωτο

καλοσυντεκνάκι

η νυμφίτσα

καλουργιά

Οργωμένο και χωρίς χόρτα χωράφι. (Φράση: εκαλούργησα το χωράφι= έχω οργώσει το χωράφι, χωρίς  όμως να σπείρω κάτι σε αυτό)

καλοψίκια

διάφοροι ξηροί καρποί που φίλευαν μικρούς και μεγάλους, άμεσα μετά τη γέννα  του μωρού (Θυμάμαι την ευχάριστη αναμονή μου να γυρίσει η μάνα μου να μου φέρει ατα καλοψίκια, από τη γέννα του Μιχαήλ Στυλ Σπυριδάκη (1954)και Γεωργιου Στυλ Φραγκιουδάκη (1955)

καλυκοσφύργια (τα)

Φράση επικριτικής ειρωνικής έννοιας. Αφορά τα ελαττώματα,  τα κουσούρια. (Κατέχω τα γω τα καλυκοσφύργια ντου, μα είντα να πεις…)

καμνώ

κλείνω τα μάτια (εκ του αποκάμνω) (Είλεγε η αλεπού του πετεινού: είντα όμορφα που καμνείς, αφέη σύντεκνε…Κι ο μπουνταλάς* ο πετεινός δός του κείκλειε τα΄αμάθια… Μιας κοπανιάς*, παίζει ένα πήδο η γιαλεπού και πάει ο πετεινός…)

καμπανάρια

ανώριμα τζαμπιά σταφυλιών, που μετά τον τρύγο αφινόταν και ωρίμαζαν κατά τον Οκτωβρη-Νοέμπρη. Τα μαζεύνε και φτιάχνανε πετιμέζι-κεφτέρια* Στη Λακωνία, τα ίδια σταφύλια ονομάζουν με την αδελφή λέξη: Κουδούνια !

καμπανός

ζυγαριά (οι άνθρωποι πουλούσαν τα είδη κατ΄ εκτίμηση (πχ μια ψημαθιά, ένα σακκί, μια γκαζοντενέκα. Όταν μπορούσαν πουλούσαν με την οκά ή: επί ζυγίω. Εδώ και η φράση: ότι πει ο καμπανός)

κάνει ..

Ιδιωμ χρήση=λέει (επαντήξαμενε με τον σύντεκνό μου το Μυστικονικλή και κάνει μου: -Ειντάκουσα σύντεκνε, ελογοστέσετε λέει το Νικολή; ) (Είτονε αλλότες σένα ορεινό χωργιό δυό παπρασιτεμένοι λεβεντοκρητικοί και επίνανε τον καφέντωνε… Με το πόλυώρι περά ένα τουριστικό λεωφορείο και φκαιραίνει* κειαμιά τριανταριά τουρίστες να ξεματσιδιαστούνε*. Θωρούνε δυο τουρίστριες τσοι Κρητίκαρους με τσοι μουστάκιες και τα σαλβάργια, και κοντοσιμώνουνε και με νοήματα τωσε λένε πως θένε και καλά να φωτογραφηθούνε μαζύ… Γυρίζει το λοιπός ο Κρητίκαρος και κάνει τόπο τση πρώτης και κάθεται δίπλα ντου και φωτογραφίζεται… Σηκώνεται η πρώτη και δίδει τη μηχανη στη δεύτερη και αλλάζουνε θεση… μόνο που η δεύτερη ζητά από τον Κρητικό  να κάτσει στην ποδιά του… Δεν τση χάλασε αυτός χατίρι, σαν να κατάλαβε όμως πως πράμα σαν να παρακουνιότανε στα σκέλια ντου σαν εκάθισε η κοπελιά μα δεν το μπεγέντισε ο κακομοίρης… Και γυρίσει και κάνει των αλλονώνε απου τον εκάνανε σεείρι, δείχνοντας όλο παράπονο τα΄ασκέλια ντου:

«Πούν΄ο καιρός απούκανες, τσαντίρι το σεντόνι// κι εδά που σε χρειγιάζομαι σε πήραν΄οι δαιμόνοι…»

κανίσκι

ένα πακέτο προσφοράς-συνεισφοράς στο γάμο-γαμήλιο γλέντι εκ μέρους των συνδαιτημόνων (γαμηλιωτών) ειδικα΄των συγγενών. . Ανάλογα με τον τόπο–εποχή περιλάμβανε κουλούρια γάμου,  κρέας, λάδι, μακαρόνια κλπ.

καντινέλα

πεταλούδα

καπανταής

(τούρκικη λ) ψευτοπαλικαράς, εκβιαστής (Ι. Μη μου κάνεις εμένα τον καπανταή.  ΙΙ.Έκανε τον καπανταή και τονε σβωλώσανε…)

καπαρος

μεγάλο αρσενικό καβούρι

καπατουμά

επιρ προσδιορισμός: σπιτωμένη (μη νόμιμη, μα φανερή σχέση ζευγαριού,  της εποχής του 1950 και πισω. ( Είδα μπρε Γαρεφαλιά τον ξάδερφό μας τον ανέραϊδο, και έσερνε μια στο παζάρι, επαντεύτηκε κοντό θέμου και δε μας είπανε πράμα; -Εμά κακονίζικο, εδά τομαθες, αυτός την ανεμάζωξε από τον Πειραιά, και την έχει καπατουμά εδά και δυό χρόνια στη χώρα, γιατί ο κακομοίρης ο μπάρμπας μας δε θέλει να γροικά μουδε τη λήτη τζη…)

καπατσινέλι

η κορυφή (συνήθως της κεφαλής) ( επέταξέ ντου ένα τσούρλο και τον επέτυχε στο καπατσινέλι τση κεφαλής, και ετσίρα το αίμα)

καπλοδέτα

αντίστοιχη της μπροστελίναςδερμάτινη λωρίδα,  που συγκρατούσε το σαμάρι από τα οπίσθια του γαϊδουργιού ή αλόγου, διερχόμενη κάτωα πό την ουρά του.

κάραβος

=καταπότης. Αυλακιά ποτίσματος των φυτών. (Φράση: Καθαρίζω τσοι καράβους από τα αγριόχορτα, απού δεν αφίνουνε να περνά το νερό…)

καρδαμυλίδες

Υδροχαρές-υδρόβιο φυτό με πιπεράτη γεύση

καρκατουλεύω

ψαχουλεύω

καρναμπίθι

κουνουπίδι (ανθοκράμβη). Μικρασιατικης προελευσης ονομασια για το κουνουπιδι

καταπότης

=αυλακιά. Αφορούσε αυλάκια άδρευσης, που γεμίζονταν κυρίως με τρεχούμενα νερά. Συνήθης στα αμπέλια και τους κήπους του 1950, που η αφθονία νερών αφ΄ενός αλλά και η μη ανάγκη εξοικονόμησης νερού, επέτρεπαν αυτόν τον υδροβόρο τρόπο ποτίσματος.

καταστένω

Ι ετοιμάζω (πχ, το φαγητό) ΙΙ μεταφορική έννοια αντίστοιχη του : «περιποιούμαι» =τιμωρώ (δίκαια ή άδικα):  Μωρέ Νικολή, ποιος σου την εσφεντούριξε την πέτρα; Το Γιωργιό; Να το πω θέλω γω του κυρούντου, και θα τονε καταστέσει αυτός , κατά που κατέχει, μονό πάψε ν΄ανεστουλουχάς…. )

καταχερίζω

 δέρνω με το χέρι

κατεχιάρης

=ο κατέχων, ο γνώστης. (Αυτός μπρε είτονε κατεχιάρης, και εμπήκενε στο σπίτι και δεν ήφικε* πράμα…)

κατέχω

γνωρίζω  (τ,ε, κατοχή που αφορά γνώση και όχι, ως συνήθως,  αντικείμενα).

(Κατέχω το, δε μ΄αγαπάς,  πέ μου το να ξεγνοιάσω // για δε μπορώ τέθοια ζωή,  να τρέμω μη σε χάσω)

κατηντίζω

=καταντώ, κινδυνεύω να…

(Ετσά που με κατήντησες, δεν είμαι μπλιό για ζήση /// έδά στην τύχη πορπατώ , κι΄όπου με καταντήσει.)

κάτης-κατσούλι

ο γάτος, το γατί

(Ο κάτης κι΄ο καλόγερος πως τ΄αγαπούν τα ψάργια //  οι παντρεμένες τα φιλιά και  οι ανύπαντρες τα χάδια.

Απόψε κάτης θα γενώ και τα τοιχειά θα πιάσω // κι’  όπου μου πούνε: να ψι-ψι, εκειά θα πά να κάτσω.

Όντε με γένα η μάνα  μου κιαλιά τανε να κάνει // ένα κατσούλι μαλιαρό, τσοι μποντικούς να πιάνει )

κατουμώνω

μαζεύομαι (εκατούμωσε ο καιρός= εγλύκανε, μαλάκωσε)

κατρουλατζής

αυτός που κατουριέται (αφορούσε μικρά παιδιά, κατρουλής)

κατσάζω

Ι. συρικνώνομαι «μπαίνω», συστέλλομαι ΙΙ καχεκτικο, υποαναπτυγμένο. (Επήρα μπρε Μαριγώ, ένα γουρούνι να τα΄αναθρέψωμε για τα Χριστόγεννα, για καλό μου το μυνητέψανε*,  μα εμένα μου φαίνεται κατσασμένο…).

Μιά κοπελιά μου πάντηξε και μουπε, να κατσάσω//να μου τα ξωσει(αξιώει) θελει ο θιός τον μπόδα τζη να πιάσω…

κατσουμάντερα

το σύνολο των αταχτοποίητων κινητών αντικειμένων σε  ένα χώρο

καφάς

σβέρκος

κάψα -καψώνομαι

ζέστη-ζεσταίνομαι

καωμένος  (ο)

ώριμος (παθητική φωνή μόνο στην Κρητική διαλεκτο του καμνω: ο γινωμένος, αυτό που έχει γίνει, έχει ωριμάσει)  (Μην τρώς μωρέ Νικολή ακάμωτες μπουρνέλες, γιατί θα σε πιάσει κόψιμο…. Δε γροικάς μωρέ: Σε μιαολιά θα τρέχει ο κουντούρης* σου τον πενηνταένα και ξα σου).

κεδιά (η)

=βελονιά (Φράση: Βγάλε μωρέ Νικολιό το πατελόνι σου να του παίξω δυό κεδιές Δηλαδή να το ράψω) , εκειά που το ξεπαλούκωσες (=ξεπαράλησες)

κεντανές

=το πράσσο (λαχανικό)

κεντιά-κεδιά

προστακτική βρισιά=σκασμός (Καταλέξη μετάφραση : κλείσε εντελώς το στόμα σου, σαν να σου τόχανε κεντημένο,  τε ραμένο…)

κεντίζω, κεντώ  (προφ: κεdίζω)

ανάβω, παίρνω φωτιά

κεντρίζω

εμβολιάζω,   (αποκλειστικά  επί φυτών)

κεντρώνω-κεντρίζω

=Ι εμβολιάζω.  ΙΙ ( επί μελισσών-σφιγγών:) μπίγω κεντρί.

κεντώ (προφ: το ντ  όπως το d)

ως έχει = κεντώ,  κέντημα. Με τη λατινική προφορά = παίρνω φωτιά ανάβω (κυριολεκτικά) (Φράση: Να σβύσεις καλά την παρασθιά σαν θα πομαγερέψεις, να μην κεντήσει του ψακωμένου του γειτόνου η καλαμιά, και δε θα βρούμε τόπο ν΄απογείρομε…)

κενώνω

=σερβίρω το φαγητό σε πιάτα, από το τσουκάλι. (Φράση: Κένωσε μπρε Ρηνιό, γιατί θα κοιμηθούνε αφάγωτα* τα κοπέλια…)

κερκέλι

κρίκος (μεγάλος σιδερένιος κρίκος: Ι.  Στο   πανωπόρτι ή στην πόρτα που οφείλαμε να τραβήξουμε για να κλείσει.  ΙΙ Στις ταφόπλακες, ώστε νάναι δυνατή η μετακίνηση τους).

κεφτέρια

τεμάχια μουσταλευριάς (3Χ3 εκατοστά)  αποξηραμένα. Είδος λιχουδιάς τους πρώτους μήνες του χειμώνα.

κίσκιντα

πεντόβολα (λεία στρογγυλά βοτσαλάκια για το γνωστό παιχνίδι)

κλαρόνια

υποδήματα  (Προς τον απειλούντα-εκβιάζοντα ή και αρνούμενο να υπακούσει: -Μη μου χτυπάς εμένα την κλαρόνα σου, θα το κάνεις, θες δε θές …)

κλασοπαπαδιά

βρωμούσα (έντομο)

κοιτάσσω  (ξενοκοιτάσσω)

Φωλιάζω (επι ορνίθων). Εκ του κοίτη – κειμαι, κοιμάμαι

κόκαλος ο

γοφός ειδικά το έξω μέρος (Συνήθης αναφορά πόνου στον κόκαλο, σε περίπτωση είτε αρθρίτιδας στο ισχίο είτε προβλήματος στους σπονδύλους της μέσης, σπονδυλαρθρίτιδα, ισχυαλγία.- Αστα φιλιότσο, ένα μήνα έχω να βγώ,  έπιασέ με ο παντέρμος ο κόκαλός μου και δεν μπορώ να κάμω ζάλο)

κοκκινογούλι

Φυτό πατζαροειδές, χωρίς βολβό που τα φύλα του μαγειρεύονταν.

κολοκοκιά

ολιγοετές, καλαμοειδές, υδροχαρές, ποώδες φυτό.

κολώ

Κτυπω με βία, δέρνω. (Μη ντου κολάς μπρε του κοπελιού, μα αυτό δεν είκαμε δα  και πράμα φονικό, μονό να κολάς τση κεφαλής σου, με την αναθροφή απου τούδοκες από την άρχη του καιρού…. Εδά σου κακοφαίνεται; Ε κακονίσικο μα εμπίτισε…)

κονεύω

(από το κονάκι =σπίτι) φιλοξενώ άλλον ή τον εαυτό μου, διαμένω.  (Εγώ κουμπάρε κονεύω εδά και δέκα χρόνια στο μεγάλο χωργιό, στην Αθήνα….)

κοντεμιρί

σιδερένια μπάρα που ασφάλιζε εσωτερικά το ολιγότερο χρησιμοποιούμενο φύλο  δίφυλης πόρτας (συνήθως της κεντρικής εισόδου του σπιτιού) στον τοίχο.

κοντεύω

Ι. η κοινή έννοια του : ελλατώνω μια απόσταση, πλησίασμα του στόχου ειτε χρονικού είτε τοπικού (κοντεύει μεσημέρι, κοντεύουμε να φθάσουμε. ΙΙ. η τοπική Κρητική έννοια του: παραμερίζω, ξεκόβω από ένα συνολο, βάζω στην άκρη, φυλάσσω διατηρώ (από ένα σύνολο αναλώσιμο) (¨Ηκουσα σύντεκνε πως εγένησενε η γουρούνα σου, κοντεψέ μου ένα θυλικό. Έβρασα το γδυμνολαίμη πετεινό και εκόντεψα τση πεθεράς μου ενα πιάτο ζουμί, μπας και ξετζουτζουλέψει, μα δεν τηνε θωρώ να τονε βγάνει το χειμώνα…)

κοντό

επιρρηματική λέξη αμφισβήτησης-αμφιβολίας (φράση: κοντό Θέ μου, να προκάμει θέλει να χαρεί… = μα το Θεό, αμφιβάλλω αν προλάβει να χαρεί…)

κοντόδεμα

μικρού μήκους σχοινί με γκερντανέ*, με το οποίο δενόταν τα ζώα για να βόσκουν σε περιορισμένο τόπο (αποφυγή αγροζημιών)

κοπανιάς (μιάς…)

Χρονικό επίρρημα –φράση, με ισοδύναμη την έννοια του: ξαφνικά, αίφνης (λέγεται και : μονοκοπανιάς).  (Φράση: Εγλεντοκοπούσαμε αλλότες  στου κύρού ντου το κονάκι,  και μιάς κοπανιάς μονοσηκώνεται* και ελύχνισε* τον αδερφό ντου και μασε χάλασε το γλέντι…Δεν τούκαμε κεινείς  πράμα*, μα αυτός είναι σαν τον απατό* ντου…)

κοπελιδάκια

Κοπελίτσες, κοριτσόπουλα

κοράκοι

κόρακες

κοράκοι (1).

Αν ηθελα φρουκάται ο θιός των κοράκων, δε θελα πομείνει (ζωντανός) κιανείς γάιδαρος…Με δεδομένο το διακαή πόθο των κοράκων για γαϊδουρινό κρέας όταν ψοφούσαν τα γαϊδούρια, θεωρούνταν πορφανείς οι δεήσεις των κοράκων προς τον  ύψιστο, να …ψοφήσουν όλα τα γαϊδούργια, ώστε νάχουν το αντίστοιχο τσιμοπούσι τα κοράκια… Με την παραπάνω φράση-λόγο, οι περισσότερο σώφρονες  αντιμετώπιζαν τους προληπτικούς, που πίστευαν σε μάγια, κατάρες κλπ  σε βάρος κάποιων άλλων.

κοράκοι (2)

Φωνιάζει των κοράκω… Το φωνιάζω στον τόπο μας είτονε το πλήρως ισοδύναμο του: καλώ κάποιον φωνάζοντάς τον. (Φράση: φώνιαξε μπρέ Ρηνιώ του αντρού σου,  να του πω μια παρεγγελιά)  Στην παραπάνω φράση με ελαφρά μειωτική διάθεση, ειδικά όταν αναφέρεται σε ανθρώπους, ισοδυναμεί με το: είναι στα τελευταία του ή: πνέει τα λοίσθια. Η προέλευση της φράσης ξεκινά από το γεγονός πως τα κοράκια, όντας αφθονότατα  και παμφάγα, έτρωγαν εκτός από διαφορα φρούτα ή λαχανικά και σπόρους, και ζωντανά ζωάκια ειδικά κλωσόπουλα, μα και πτώματα ζώων. Χαρακτηριστική είναι η σχετική με τους-γαϊδάρους-κορακες άποψη, που αναλύεται στο «Αν ηθελα φρουκαται ο θεός των κοράκων δε θελα ζει κιανείς γάιδαρος…»*

κορδα

Χορδή μουσικου οργάνου  Επίσης: η φωνητική χορδή. Άγνωστο με ποιο συσχετισμό, στην έντονη–παρατεταμένη δίψα, λέγαμε έβγαλε την κόρδα (χορδή) Πιθανόν λόγω αλλοιώσης της φωνής από τη στέρηση νερού.

κορδακιαζω

=βγάζω την κόρδα* Διψώ εντονότατα.   ΙΙ. Τεντώνομαι (όπως η χορδή ,κόρδα) πεθαίνω (Φράση: Εκορδακιάσανε τα μισά  κλωσοπούλια σε μια νταχινή… Πράμα φαίνεται θα τα πείραξε,  και τάβρηκα το πρωί κόδρα….) Εκορδάκιασε αυτός = τίναξε τα πέταλα, κακάρωσε….

κορνιάζω

μουδιάζω (προσωρινή αναισθησία νεύρων κίνησης-αίσθησης, σε ένα μέλος του σώματος)

κούβα

διάνος, γάλος, κούκλης, γαλοπούλα (πτηνόν)

κουβαρές

ουρές γαλοπούλας (τρόφιμο). (Καταλέξη: της κούβας ουρές,  δες και: κουβα)

κουζουλός

τρελός. Πολλές φορές αυτοχρησιμοποιείται σαν “αρετή”, σαν άρνηση του στείρου “καθωσπρεπισμού”, σαν χαρακτηριστικό του “έξω καρδιά” , του γλεντζέ, του παράτολμου.

“ώστε να ζω θα το φορώ του κουζουλού το φέσι//και θα γυρίζω να θωρώ ποιά κοπελιά μ΄αρέσει”

κουκλοπετεινός

τσαλαπετεινός

κουκολόγια

Ή συλλογή ελαιόκαρπου, και μάλιστα λίγου σε ποσότητα, από το έδαφος. Επειδή οι ελιές περιμέναμε να πέσουν στο έδαφος για να συλλεχθούν, οι λίγες τελευταίες πέφτανε τον Φεβρουάριο, τα κουκολόγια χαρακτήριζαν  και την εποχή του χρόνου (Ιανουάριο-Φεβρουάριο).  (Πολλές φορές, οι αμελητέες σε ποσότητα τελευταίες ελιές για τους νοικοκυραίους, αποτελούσαν …νόμιμο στόχο για τους πιτσιρικάδες που συλλέγοντάς τις τις έδιδαν στον Παζούρη (Μπακάλης) με αντίτιμο, στραγάλια –καραμέλες-χαλβά, ακόμα και κανένα τετράδιο ή μολύβι…)

κουκολογώ

μαζεύω μια-μια τις ελιές που έχουν πεσει κάτω από την ελιά

κουκοσάλιο

χαλάζι

κουλαντρίζω

 χειρίζομαι, (διαχειρίζομαι επιτυχώς, μα με δυσκολία κάτι, “δεν κουλαντρίζω μπλιό τα κοπέλια”)

κουλούκι

σκυλί

κουλουμούντρα-κουλουμουτρίζω

=τούμπα, τουμπάρω (Μου διηγιόταν ο ξαδερφός μου τα νεανικά του κατορθώματα: Την ώρα απου επέρνα η ψαρή μας γαϊδάρα το Καμαράκι του Καλλέργη, εκουλουμούντρισε κήπεσε στη σαίτα. Εμπήκα και γω στη σαϊτα, την εσήκωσα αγκαλιά, και την ήβγαλα όξω.)

κουμάσω

Ρηματοποίηση του κούμος (=κοτέτσι). Ενεργητικό ρήμα: κουμάσω τσ΄ορνιθες: όδηγώ  τις κότες στον κούμο (Αντίθετα το παθητικό: κοιτάσσουν οι όρνιθες= οδηγούν τον εαυτό τους στην κοίτη-κούμο)

κούμος

κοτέτσι

κουμπουρώνω (το…)

μτφ: βάζω στόχο,  στοχοποιώ επιθυμία ή ανάγκη μου. (Βαρέθηκε να σε ανημένει ο γέρος σου, και το κουμπούρωσε για το χωργιό με τα πόδια, μονό ξεσούβγιασε το χτήμα, να τονε προκάμεις…)

κουμπουρώνω (το…)

μτφ: βάζω στόχο,  στοχοποιώ επιθυμία ή ανάγκη μου. (Βαρέθηκε να σε ανημένει ο γέρος σου, και το κουμπούρωσε για το χωργιό με τα πόδια, μονό ξεσούβγιασε το χτήμα, να τονε προκάμεις…)

κούντουρος

κοντός (και κουντουραίνω=κονταίνω) (Εκειέ, επήγα στσ΄Αντεογώργαινας, να μακρύνει το πατελόνι του  Νικολιού μου μιαολιά, γιατι του τόφερε ο σάντολος του, μα τούναι κούντουρο…)

κούπες (θέτω)

κόβω βεντούζες. Συνήθης πρακτική του 1950-60 για την αντιμετώπιση του κρυολογήματος.

κουράδι

κοπάδι,(  εκ του κήρω =κουρεύω κουράδι)

κουρκουνώ

κτυπώ (συνήθως ένα αντικείμενο) (εκουρκούνησα την κεφαλή μου στ΄ανώφλιο)

κουρνοπόδια

είδος φυτού-πόας λαχανικού βρώσιμου.

κούρταλα

Φράση :δανεικά τα κούρταλα στο γάμο. Κουρταλάκια είναι ισοδύναμο του:παλαμάκια – χειροκροτήματα

κουτσούλα

Η οπή εξαερισμού στη κορυφή του φούρνου (ξυλόφουρνου). Όταν έψηνε ο φούρνος την κλείναμε εξωτερικά με μια πέτρινη πλάκα, για να μην φεύγει η θερμότητα γρήγορα. (Επειδή ήταν ψηλά και απομονωμένη και δυσπρόσιτη, όταν κάναμε αταξίες, η μάνα μας μας απειλούσε πως: Θα μας έβαζε να κάτσουμε στου φούρνου την κουτσλούλα…)

κουτσουνάρα

υδροροή (ειδικά το μέρος της απορροής του νερού)

κράι (το )

ο παγετός

κρυγιόρεμα

(νόσος σχετισόμενη με τα αρθητικά):

Ο γέρος κι΄αναι τζοπατεί* κρυγιόρεμα τονε κρατεί

= ο ηλικιωμένος ακόμα και να χοροπηδά, έχει τα αρθρητικά του…

κρυγιότη

κρύο

Λ

*************************************************

λαβουρντανιάζω

καίω κάτι με μεγάλη φλόγα

λαγονάρης

σκυλί, λαγωνικό

λαθούρι

Σπόρος ψυχανθούς, χρησιμοποιούμενο για τροφή ζώων, όπως και το ρόβι

λαλώ

ή και ξωλαλώ  Α. ομιλώ  Β. προτρέπω  (κυρίως ζώα) να ακολουθήσουν μια διαδρομή, ή και να επιταχύνουν την κίνηση τους. ( Φράση Λάλιε μπρε το γάιδαρο, γιατι εβούτηξε (=έδυσε) ο ήλιος και δεν εμεσοστρατίσαμενε (=διανύσαμε τη μισή απόσταση) ακόμη…

λάμπαθα

είδος φυτού–πόας λαχανικού

λαντζούνι

βολβός-φυτό που βλαστάνει νωρίς το φθινόπωρο. Οι παπούδες μας θεωρούσαν το πρώιμο φύτρωμα του στους λόφους, σαν προειδοποίηση πρώιμου χειμώνα….

λαντουρίδι

είδος φαγητού με αλεύρι, και νερό. Υποκατάστατο των μακαρονιών.

λαντουρίστρα

ποτιστήρα

λαντουρώ

καταβρέχω. Αντίστοιχα: λαντουρίστρα=ποτιστήρι

λαργάρω

απομακρύνομαι, ξεμακραίνω από κάπου. (ρημτοποίηση και σύντμηση  του: αλάργο=μακρυά) (φράση: αντέστε να λαργάρωμε= ελάτε να φύγουμε (αποδω που είμαστε….))

λάχαρη

Φυτό-πόα υδροχαρές,  με αφρώδη-φύλλα ακόμα και μετά την ξήρανση του. Χρήσιμο σαν υπόστρωμα στα κρεββάτια, όταν δεν υπήρχε κανονικό στρώμα.

λαχθιά

κλωτσιά  (εκ του: λακτίζω , λακτιά,  λαχθιά).

λεπίδα (η) λεπιδιάζω

Ι.: το τέμνον μέρος του μαχαιριού (η γνωστή έννοια)  ΙΙ. άργιλλος Καλύπτω με άργιλλο, σαν τελική στρώση, την οροφή στέγης (Σημ. Η αργιλλος είναι υδατοστεγής, αδιαπέραστη από το νερό). (τοπική έννοια. Φράση: Δεν είναι καημέχαρε Γιώργη ο άντρας μου επαέ, μονόναι στου ξαδέρφουντου του Αντρεογιώργη και του συντρέμει* να λεπιδιάσουνε τον οντά*…)

λεργιά

=όσα (κατά την θρησκεία ) λερώνουν, τα μη νηστήσιμα (Είχανε οι μανάδες του 1960-70, από την μια τη σχετική τους άνεση και βελτίωση (οικονομικά) μα και από την άλλη το φόβο του Θεού… Εγροίκας τσοι λοιπόν: -Είντα να τωσε μαγερέψει κειανείς πάλι σήμερο των κοπελιώ…. Το ένα (φαϊ) έχει λεργιά, το άλλο δεν τωνσε πάει κάτω (=δεν τους αρέσει, δεν το καταπίνουνε !) Εγράντισα* με τουτονά το μαγερικό,   ούλο το δεκαπεντάρη…)

λέρι

κουδούνι για το λαιμό των αιγοππροβάτων

λημερίζω

περνώ όλη την ημέρα μου (εκ του ολη-ημερίζω=λημερίζω). Λόγω κλίματος μα και συνηθειών,  πλείστες εργασίες ή και επισκέψεις γίνονταν το πρωινό  ή το απόγευμα με ενδιάμεση διακοπή το μεσημέρι και επιστοφή στο σπίτι. Το λημερίζω ετόνιζε τη κατ εξαίρεση παραμονή στη δουλειά, στη θάλασσα, κλπ με εφόδια τροφής-νερού και παραμονή όλη την ημέρα

λήτη

αναφορά  (Φράση: Εδάχαμενε τη λήτη σου =  μόλις τώρα σε αναφέραμε στη συζήτηση μας)

λιάτικο

Η κατεξοχήν διαδεδομένη ποικιλία σταφυλιών για οινοποίηση την περίοδο 1950-60

λιγαβρές

=χαβάς  (ισοδύναμες λέξεις-φράσεις. Αυτός έχει το χαβά του=αυτός έχει το λιγαβρέ του). λιγαβρές-χαβάς= η σκέψη που απασχολεί κάποιον περί ένα θέμα, που όμως ο ομιλών-κρίνων τη θεωρεί και την αξιολογεί σαν  ιδεοληψία (κοινώς: κόλλημα)

λιγοβάσταγος

Βλ βαστώ

λιγομαριάζομαι

και λιγομάρα: λιποθυμώ. Τραγουδούσε ο Μουντάκης το 1960 : στη Μεσσαρά με πέψανε να σκάψω τσ΄αγκινάρες// κι΄από την πείνα την πολλή μέπιαναν λιγομάρες.

λιγόνομαι

λιγομαριάζομαι, λυποθυμώ

λιγοπρόγονα

 παιδιά της αυτής οικογένειας από κατά το ήμισυ διαφορετικούς γονείς. Γνωστή η φράση « Τσακοπνίγουνται (τσακώνωνται), σαν τα λιγοπρόγονα»

λιγώνω

Δοκιμάζω (φαγητό, φρούτο φαγώσιμο) (Ήπεσε κράι και ήκαψε τα μάτια στ αμπέλια λαι δε θα λιγώσομε φέτος σταφύλια). Πολλές φορές, λόγω και έλλειψης ψυγείων-εμπορίου, κάθε είδους φρούτο-λαχανικό εποχιακού τύπου ήταν πολυαναμενόμενο: (Νόστιμα είναι τα πεπόνια σου ξαδέρφη… Εμάς ψημίζει* μιαολιά το χωράφι και δεν ελιγώσαμενε ακόμη…)

λούμακας

 νεαρός βλαστός φυτού έντονα αναπτυσσόμενος.

λούρα

=ζώνη, ζωστήρα (Είντα καμες μπρε Ρηνιώ τη λούρα μου,βρε μουτηνε να ζωστώ θεοτικά, γιατί  εβαρέθηκα να ανεσηκώνω το πατελόνι μου,  να μη γυρίζω σαν τον ξεπεσοβράκη*….)

λουχούνα

λεχώνα, λεχώ (Επειδή ο χρόνος της λοχείας διαρκούσε αρκετά, όταν κάποια πήγαινε στη γειτόνισα για ολιγόλεπτη δουλειά, αλλά ξεχνιότανε με το κουτσομπολιό, παρ΄ότι την περίμεναν, η φράση: -Επήγε για μαμή και έκατσε για λουχούνα !)

λυγιά

λυγαριά

λυχνώ

Ι κυριολεκτική εννοια αφορούσε το μετά το αλώνσιμα πέταγμα των δημητριακών, ώστε να διαχωρισθεί ο καρπος από το άχυρο ΙΙ. μοτσαίρνω*, σιχτιρίζω κάποιον, του τα σούρνω. (Φράση: Γύρευε τη δουλειά σου ξαδέρφη και μην ανακατώνεσαι στα νοικοκεράτα* τση νύφη σου, γιατί θωρώ να σε λυχνίσει…)

λώπως…

=λέω πως…, υποθέτω πως… (σε φράσεις ερωτηματικές- υποθετικές. (Φράση: Ξεσουβιαστέιτε μωρέ, γιατί δε θα προκάμωμε τη λειτουργιά … Λώπως θαρείτε πως θα μας ανημένει ο παπάς…)

Μ

******************************************************

μαγεργιά (η)

μονάδα μέτρησης (κυρια οσπρίων): Όσα απαιτούνταν για ένα μαγείρεμα. (Παραπλήσια ήταν και η έννοια : τσικαλιά τε ένα τσουκάλι)

μαγλινός

λείος, ομαλοποιημένος (χαρατκτηρισμός συμπαγών και ταυτόχρονα λείων επιφανειών)

μαγουλάδες

παρωτίτιδα (ιογενής λοίμωξη κυρίως των παιδιών) (Επειδή οι μαγουλάδες συνοδευόντουσαν από πρήξιμο στο σαγόνι, από πυρετό, πόνο και δυσκολία στην κατάποση, και ακόμα επειδή δεν υπήρχαν κασκόλ και φουλάρια για να προστατεύσουμε το λαιμό μας, οι μανάδες μας μας έδεναν με μια τεράστια υφαντή μαντηλα το κεφάλι, και κυκλοφορούσαμε,  παιδάκια, σαν …μπαμπόγριες. Επειδή δε δεν υπήρχαν τότε εμβόλια, σχεδόν όλα τα παιδια μολυνόντουσαν και αρρώσταιναν από την συγκεκριμένη ίωση).

μαδαριά

Ειδικό καλαθάκι χωρίς χερούλι, για να στερεοποιείται το τυρί, κατά την τυροποίηση (ή τυροκόμηση) (Επήγα στση συμπεθέρας μου και επήρα τη μαδαριά, να τυροκομήσω το γάλα απου περισεύγει εδά, τη μεγαλοβδομάδα…)

μαϊμούνι

μαϊμού. Πολλές φορές και ήπια βρισιά (Έκατέβηκενε το Μανωλιό το βοσκάκι από τα όρη στο μεγάλο κεφαλοχώρι, στο γάμο του ξαδέρφουντου, και επροκύνα και εθάμαζε ένα-ένα τα κονίσματα. Φτάνει και στο κεντρικό τέλμπλο και θωρεί το Χριστό μεγαλόπρεπο και πλουμισμένο, και γυρίζει και κάνει ντου: -Εσύ είσαι Χριστός, όι σα ντο μαϊμούνι τονε δικό μας, στην εκκλησά μας!).

μαλάθρακοι

καλόγεροι, δοθιήνες (πυώδη δερματικά εξανθήματα, από σταφυλοκόκκους).

μαλάς  (ο)

το μυστρί (εκ του: μαλάσσω, εργαλείο για να μαλάσσουμε) (εξ ου και: αμάλαγος*)

μαλιά

καυγάς, μάλωμα  (το ουσιαστικό του ρήματος μαλώνω=καυγαδίζω)

μαλιχουλές (ο)

ο καυγάς το μάλωμα (αντίστοιχο του: σαματάς διαπληκτισμού) (Το πρώτο μέρος υποδηλοί σχέση με το: μαλιά, μαλώνω)

μανάρι

το μικρό τσεκούρι,  αντίστοιχα το μεγάλο: η μανάρα

μαναριά (η)

τσεκουριά, το κτύπημα με τσεκούρι.

μανίζω

Θυμώνω (αλλά και ενεργητικό =επιπλήττω κάποιον  Ο κύρης  στη μάνα απου εμοτσάριζε τ΄αντράκι του: -Mη  μανίζεις μπρε το κοπέλι, μα δεν είκαμε δα και πράμα).

μαντηλίδες

μαργαρίτες (ποώδη φυτά, με κίτρινα ή λευκά λουλούδια)

μαντούρα

σάλπιγγα, αυλός  η ίδια λέξη εχρησιμοποιείτο και για τη φλογέρα:, εξ ου και ασκομαντούρα. Επίσης εργαλείο του αμπελικού*

μαντύα

μανδύας (αρχαίος), χλαίνη (στρατιωτικού τύπου). Ακριβό είδος, σε στρατιωτικού τύπου χακί απόχρωση, για προφύλαξη από τη βροχή και το κρύο. Εχορηγείτο υπηρεσιακά στους αγροφύλακες, ενώ λίγοι, λόγω κόστους μπορούσαν να το προμηθευτούν στην ελεύθερη αγορά)

μαξούλι

σοδειά φυτών (Ήκοψα σήμερο ντομάτες από το νέο μαξούλι)

μαργώνω

Παραλαγή του ξεπαγιάζω. Ήταν αποτέλεσμα του συνδυασμού ψύχους και ακινησίας.  (Φράση: όποιος καθεται μαργώνει , κι΄όποιος περπατεί μαζώνει Παραπέμπει στην εποχή του ανθρώπου-συλλέκτη τροφής. Αποτελεί προτροπή σε προσπάθεια εργασίας. Στην πράξη όντως καταδίκαζε τους  μη έχοντες ντεμπέληδες, που παρά την ανέχεα και πείνα τους δεν εκινούντο προς αναζήτηση τροφής πχ χόρτα, σαλιγκάρια, καβούρια, χέλια και ότι άλλο φαγώσιμο).

μαρμαλιάζω

αφορούσε συνεχείς χειρισμούς-παιχνίδια με ζωντανά μικρά ζωάκια από τα παιδιά του σπιτιού. Μιάς και δεν υπήρχαν άλλα παιχνίδια ήταν σύνηθες νάχει ένα παιδί υιοθετήσει ένα  σκυλάκι ή γατάκι, που κινδύνευε από το συνεχές παιχνίδι-παίδεμα να ψοφίσει, ή του λάχιστον νάναι σε κακή κατάσταση το τρίχωμά του, όπου και η αναφορά:  είναι μαρμαλιασμένο, το μαρμάλιασες…)

μάροπο

πρόβατο θηλυκό μέχρις ενός έτους

μαρουβίζω

ειδικό ισοδύναμο του : σιτεύω, ωριμάζω (Το κριθαρόψωμο σαν παξιμάδι ήταν υπερβολικά σκληρό, ακόμα και μετά τη διαβροχη του. Αναμέναμε λοιπόν να =μαρουβίσει, πριν αρχίσουμε να το τρώμε την ώρα του φαγητού. Εξ ου και ο Κρητικός τροβαδούρος (Μουντάκης)  διά στόματος φαμέγιου:

«Ελιές και κρίθινο ψωμί στην πόρτα μη προβάλει // όντο θα δώ τα μούτραντου, γιαμιάς* με πιάνει ζάλη…)

Μαρτάρικα

-μαρτής

ενήλικα νεαρά πρόβατα

μάσκουλο

Μεντεσές που κατασκευαζόταν στον χαρκιά (σιδερά) μια αρκετά χοντροκομένη κατασκευή. (Φράση: Δεν ήβριχνα το κλειδί και εξεμασκούλωσα την πόρτα για να ανοίξω το σπίτι…)

ματζαδούρα

θέση φαγητού παχνί, φάτνη (Προφανώς εκ του λατινικού )

 ματζέτα (η)

νεαρή αγελάδα

ματσιδιάζω

πιάνομαι (εκ του:  γίνομαι μάτσο σαν σφικτοδεμένος, χάνω την ευλυγισία μαου λόγω μυικής σύσπασης ή και πόνου)

μαχιά

Ή λαβίδα για πυρωμένα αντικείμενα ή καρβουνα. Χρειααζούμενο απαραίτητο στην παρασθιά, για να συμπαίνωμε* τη φωθιά.

μαχώνω

στριμώχνω κάτι σε στενό μέρος ή θέση (μάχωμα= στένεμα)

μελίτακας

μυρμήγκι

μερώνω

=ημερώνω κύρια με την ένοια του: ηρεμώ ή ησυχάζω,  αλλά και: εξημερώνω (δες:  ζαμάνια*)

μεσκίνης

λεπρός.  Pαληά μειωτική φράση, με έμμεσα αποδιδόμενο το μειωτικό χαρακτηρισμό  (Έεεε  το μεσκίνη και δεν τσήξωσε…)

μεταδένω

δένω  παραπέρα, σε νέο μέρος (επί ζώων για βοσκή) (Άμε μωρέ Γιωργιό να μεταδέσεις τα μαρτάρικα)  (στη δεκαετία του 1940 για να πειράζουνε τις εκ Τυμπακίου κοπέλιές:

Ποτέ μου να μην παντρευτώ Ντυπακιανή δεν παίρνω // γιατί δεν έχω καλαμιά, να τηνε μεταδένω)

μεταλέω μετάπε

=ξαναλέω κάτι, λέω κάτι και προς άλλον… (Αυτές μπρε  είτονε χωργιανιές, και το κάτεχε πως είτονε ψυχοθυγατέρα από όντανήτονε κοπέλια, και το μετάπε εδά απου παντρευτήκανε και οι δυό στο χωργιό μας,  και ετσά τση βγαλε τη λήτη* τζη…)

μήνα (η)

=η φωλιά του κουνελιού  (προφανώς εκ του mine+ορυχείο στοά μεταλλείων. Λαγούμια που σκάβουν τα κουνέλια για φωλιά, και για να γεννήσουν τα μικρά τους

μηνυτεύω

διαμηνύω (πληροφορία) (ενημυτέψανέ μου ένα ντόπο απούχει μπόλικους αμανίτους, μόνο κλούθαμου να βρούμενε καμπόσους, α (αν) δε τσοίχουνε μαζωμένους…)

μιγάδι

ανακατεμένο σιτάρι και κριθάρι, που αλέθεται και δίδει το αντίστοιχο αλεύρι και ψωμί.

μιγώμι

μονάδα μέτρησης χονδρική. Τσουβάλι με δημητριακά, ή όσπρια, μισόγεμάτο.

μιλέτι

φάρα, Τουρκικη λέξη (αφορούσε νόμιμη, μη οθωμανική ομάδα)

μισερός

=ο έχων τραυματιστει στο πρόσφατο,  αλλά κυρίως, στο απώτερο παρελθόν (Συνήθως αφορά χαρατκησισμό μόνιμης βλάβης ¨Αυτό είναι μισερός από γενησιμιού ντου…)

μισερώνω

(εκτου μύσω; ((μύσω= βογγώ υποκωφα, ξέπνοα )) τραυματίζω  (Είχενε ο κακομοίσης ο μπάρμπας μου ένα τσινιάρη γάιδαρο, και εκειά απούπηγαινε να τονε στρώσει (=σαμαρώσει), τούδοσε μια τσινιά στο γόνατο και τονε μισέρωσε… )

μισεύω

αναχωρώ, φεύγω (αναφέρεται κυρίως  σε κοινωνικου τύπου επισκέψεις-αναχωρήσεις. «Αντέστε να μισέψωμε κι΄η γιώρα το φωνιάζει // κι σύντεκνός μου ο πετεινός από ντα νώρας κράζει»)

μισοκαδιάρικο

Γυάλινο μπουκάλι με χωρητικότητα μισή οκά. (Θυμούμαι τον Σανταρμομανώλη να επιστρέφει από τσοι Μοίρες στο μεγάλο δέμα,  και να δείχνει καμαρώνοντας μια βούργια, όπου είχε μέσα το «γυαλάκι», όπως αποκαλούσε χαϊδευτικά ένα μεσοκαδιάριο μπουκαλι γεμάτο κρασί, βραδυνό δώρο στον εαυτό του)

μιτάτο

στάνη (σκέφτομαι υπολογιστή να βάλω στο μιτάτο // να πέμπω με το ιντερνέτ το γάλα των προβάτω…) Στο μιτατο είχαν ειδική κουτάλα για να φτιάχνουνε τη στάκα*, εξ ού και το καθαρογλωσίδι* «έφαγα στάκα, έφαγα, με τη μιτατοστακοκουτάλα»

μοντέρνω

ορμώ, επιτίθεμαι

μοσόρα

λεκανη, λεκανίτσα. Βαθύ πιάτο, ποικίλα μεγάλου μεγέθους.

Μοτσέρνω

-μοτσάρω

μαλώνω κάποιον,  επιπλήττω

μουζούρι

μονάδα όγκου-βάρους για στερεά (κυριώς όσπτια-σιτηρά) (Φράση: Εσπείραμενε οφέτος δέκα μουζουργιώ χωράφια, τε ο σπόρος κατά τη σπορά στα συγκεκριμένα κτήματα ήταν δέκα μουζούρια))

μουνουχιστής

 ο ευνουχιστής (μουνουχίζω, μουνούχισμα)

μουράγια (η)

(εκ του: μούρη + άγω= οδηγώ από τη μούρη) Ειδικό κατασκεύασμα από σχοινί ή δέρμα, με κρίκο, που περιέβαλε το κεφάλι και τη μουσούδα του ζώου. Από τον κρίκο δενόταν το σχοινί μεταφοράς του ζώου για βοσκή.

μουρμούρα

είδος σαλιγκαριού. (και φυσικά η φλυαρία, και το γνωστό ψάρι)

μουρνιά- μούρνα

μουριά-μούρα  (Μουρνόρακη=ρακή από ζυμωμένα μούρα, αντιίστοιχη εκείνης από σταφύλια –στέμλφιλα)

μουρώνω

ορμώ (μη επιθετικά), βάζοντας τη μούρη μπροστά. (Φράση: εμουρώσανε στο φαϊ, στο νερό, στη δουλειά)

μουσκάρι

μοσχάρι

μουστερής

υποψήφιος αγοραστής (Φράση: σάλευε μπρε Γιώργη στο σταύλο, γιατί ήρθενε ο μουστερής για την αελιά…)

μουστρουχίνα

φίμωτρο. Αφορούσε ζώα, για μην κάνουν ζημιές κατά τη μετακίνησή τους ανάμεσα από κήπους, μέχρι τη μετάβασή τους στον τόπο βοσκής (Φράση: Κουμπάρε Μανώλη, εμοτσάρισα το Γιωργιό σου, γιατί ελάλιε (=οδηγούσε) αμουστρούχωτες τσ’αελιές και μου ταϊσανε (=φάγανε) μια σειρά κουρμούλες…)

μούτσουνο

Μούρη, πρόσωπο, φάτσα (Ε,μάνα μου καυμός, εκεινινά την κακομούτσουνη απου εσαλιάριζε κοντό θέ μου ρέγεται ο ξαδερφός σου; Το facebook στην ….Κρητική διάλεκτο: =μουτσουνοτεφτερο).

μπαζί

είδος πατζαριού, αλλιως: κοκκινογούλι.

μπαηλτισμένος

 αποκαμωμένος, μπουχτισμένος,  ρ. μπαηλντίζω

μπαινοβγαρσά

(ουσιαστικοποίηση-παραφθορά του: έμπα –εβγα) =είσοδος-έξοδος ή και δίοδος ή και πορισά*

μπακαλούμ

άραγε… (αυτοερώτημα) (Εγούζουντανε ο παπούς μου οντενεφύτεβγε  τσοι συκές και τσοι κυδωνιές στο γύρο του χωραφιού , αθο ντη μπάντα του ξαδέφουλά ντου:-Ήβαλέ με η μπανόγλα (εννοούσε τη γιαγιά μου) να τση φυτεύγω εδά στα γεραθειά* μου,  συκιές  και κυδωνιές, μα  μπακαλούμ, να προκάμω θέλω να φάω  κυδώνια από τουτεσές τσοι κυδωνιές…)

μπανόγλα (η)

Αρκετά βαριά ύβρις προς γυναίκα (πανούκλα;),  μη σεξουαλικού περιεχομένου. (Έεε τη μπανόγλα, και δε μούξωσε, μέχρι να ξεμπλέξω από όνομίς τση….)

μπαντονιάρω (πφ bαντινιάρω)

 αποκάμνω (από προσπάθεια, από δουλειά, από κουραση) (Φράση:  εμπαντόνιαρε από την κούραση και πράμα δεν έκαμε…(τε: διαλύθηκε από την κούραση, χωρίς να πετύχει τίποτε τελικά )

μπάονος

διάβολος (…σεμνότυφη βρισιά ηλικιωμέων= στο μπάονο (αντί =στο διάολο)

μπαρμπάκια

Σπάνια έκφραση για τα=παιδιά  (με θετική έννοια) (Φράση: Γειά σου ξάδερφε, είντα καλός καιρός σείφερε επαέ ; Είντα  κάνει η ξαδέρφη, καλάναι τα μπαρμπάκια; Εξετζουτζούλωσε* το στερνοβύζι*;

μπαστανάγλες

καρότα

μπατάλικος

δύσχρηστος

μπατέρνω

 λογαριάζω, συνεκτιμώ, λαμβάνω υπ’ όψη. βλ. αμπατάριστος

μπατζονέτα

(ξένη λέξη) χοντρό σύρμααναδιπλωμένο που καθοδηγούσαμε το τσέρκι (τσέρκουλο)

μπεγεντίζω

εκτιμώ κάτι, εκτιμώ-θαυμάζω κάτι ή τα προσόντα κάποιου

μπεγίρι

αρσσενικό άλογο

μπελί

Φανερό. (Φράση: Μπελί είτονε αυτό (= ηταν φανερό πως…) πως δε θελα ξετελέψει καλά το προξενείό,,,,)

μπελονιάζω

Παραφθορά του βελονιάζω =περνώ το νήμα στη βελόνα.  Μεταφορικά σπανιότερα=διαπλέκω. (Ήλεγε η μάνα μου διηγούμενη τα πολλές φορές δαιδαλώδη όνειρά της,  τη φράση: -Ε εε τον κερατά, που τα μπελονιάζει…. Υπονοώντας τις ….διαβολικές δυνάμεις,  που ποδηγετούσαν-συνέθεταν το ονειρικά της σενάρια…)

μπελτές (ο)

=πολτός. Αναφερόταν κυρια στον τοματοπολτό. (Στο Πετροκεφάλι, με αφθονη παραγωγή ντομάτας το καλοκαίρι, μεγάλο μέρος της παραγωγής έμενε απούλητο κάθε Σάββατο στο Μοιριανό παζάρι. Οι γεωργοί επιστρέφοντας με τα γαιδούργια τις απούλητες ντομάτες στα καφάσια, τις κόβανε σε φρασκιά στα τέσσερα, και άρχιζε η ζύμωση προς πολτό. Τη ζύμωση στις ντομάτες τη βοηθούσαμε μαλάσοντάς τες. Σε μερικές ημέρες οι ρευστοποιημένες ντομάτες ξεχωρίζοντν από τις φλοίδες-σπόρους και ο χυμός έμπαινε στην μπελτεδοσακούλα (σακούλα με πυκνή ύφανση) κρεμιότανε από ένα δένδρο και στράγγιζε για δυό-τρεις μέρες μετατρεπόμενος σε πολτό. Φυλασσόνταν σε κιούπι, με ένα στρώμα λαδιού στην επιφάνεια, για να μη μουχλιάσει).

μπεντένι

τείχος  (ονομαστο το Κομένο Μπεντένι ,από το τέίχος που περιβάλλει το Ηράκλειο) και  μπεντενιάζω= περιφράσσω κτίζοντας τείχος (μπεντένι).

μπέτης

=στήθος

μπίζιλος

δύσκολος, δύσκολα χειριζόμενος (Φράση: εφύτεψα σύντκνε  και γώ οφέτος αποκεινισές τσοι φράουλες απού φερε ο καινούργιος γεωπόνος, , μα είναι μια ολιά μπίζιλες και δεν γκατέχω ανε βγάλω πράμα) (Πιθανόν από την αντίστοιχη αγγλική ρίζα=ασχολία)

μπίκα-μπικίζω

μύτη (μυτερού αντικειμένου) μπικίζω =παρενοχλώ (μεταφορικά)

μπιτι για μπίτι

εντελώς, τελείως

μπιτίζει

 τελειώνει (παράγωγα: μπίτι)  (Ναισ΄ αλάη σου, εμπίτισε αυτό δά,  μονά γύρευε τη δουλειά σου…)

μπλιό, μπλειό

 πλέον

μπολίδι

μπόλια, τσεμπέρι, μαντήλα, κεφαλόδεσμος

μποντικός

ποντίκι

μπουζάζω

δένω χειροπόδαρα. Επί ζώων: Δένω για ακινητοποίηση (στόχος: η σφαγή, ή μεταφορά, ή κουρά, ή ευνουχισμός).

μπούκα

στόμα

μπούμπουρα (επιρ)

μπρούμυτα  με την μούρη κάτω (μπουμπουριστοί χοχλοί= Σαλιγκάρια που ψήνονται με τη μούρη προς τα κάτω) (ο Κρητικός στην ξενειτιά πόσα λεφτά δε δίδει // να βρει μπουμπουριστούς χοχλιούς να φάει με το ξύδι)

μπούμπουρας

ή ζωνομπούμπουρας = σκούρκος, είδος μεγάλης σφίγκας

μπουνταλάς

βλάκας, αγαθιάρης  (Μιά παντρεμένη αγαπώ, κείντα να βάνει ο νούς τση // κείντα να λέει καθ΄αργά, του μπουνταλά τ΄αντρούς τση…)

μπούρμπαδος

Κοσμητικό-μειωτικό με την έννοια: αγαθοβιόλης-μπουνταλάς-απρόσεκτος ( – Δε σουτόλεγα μωρέ Νικολή πως είναι κακοπάντιδος*  έκειοσές ο δρόμος; Εγώ τόλεγα εγώ το γροίκουνα*… Εσύ το λιγαβρέ*  σου… Νάσουνε τοελάϊστο* κατεχιάρης*, μονό είγηρες* αθο τζοι πνιγάρηδες* και  κείπεσες σαν το μπούρμπαδο στη βάγκα… Κάτσε εδά κιέ να σε τινάσσει*…)

μπουρντούκι

υπερβολικό οίδημα, έντονο πρήξιμο. (Είτονε αλλότες ο μπάρμπας μου ο Σαρικοστρατής στσοι Μοίρες, και σαν εγιάγερνε στο χωργιό, πάρωρας μπλειό,  επαραπάντησε προς νερούντου* για δεν εβάστα να φτάξει στο χωργιό… Έτυχενε κείτονε μιά ζωνομπουμπουργιά εκεια ποθές και τηνε ξεσμήλιωσενε,  και επήγε ο παντέρμος ο ζωνομπούμπουρας*  και τον εκέντρωσε στην …κεφαλή τσ΄αντρειάς του… Άρχισε να του πρήζεται η παντέρμη και να τονε πονεί αβάσταχτα. Είδωκε ο Θιός  κείφταξε στο χωργιό, και σαν αποκόλωσε από το πιό κοντινό σπίτι από το δικό του στη άκρα του χωργιού, βάνει φωνή τση κεράς του τση Μαρίας: Φέρε μωρή Μαργιόγα ένα μοσοράκι και το μπουκάλι το ξύδι,  γιατί ετσε και τσε είπαθα… Αντε να δω πως θα με παγουδιάσει… Κάνει η Μαργιόρα γερά-γερά* την παραγγελιά, κατεβάζει ο Στρατής  το πατελόνι ντου και είντα να δει η Μαργιόρα… μπουρτούκι είτονε η παντέρμη ντου, χρόνια είχενε να δει έθοιο πράμα… Έβαλέ ντου αυτή ξύδι, ενταλαβέριζε τηνε απο παέ και απο κε,  μα έκανε και απο μέσα τζη την προσευχή τζη: -Πάρε του Θέ μου τον πόνο, μόνο αφισε του σκειάς τουλάϊστο το πρήξιμο… )

μπουρού

=θυμός (ανάμεσα σε οικείους) τα μούτρα, το μούτρωμα.

μπουρουδιασμένος

ο  χολωμένος (Σύνηθες στα κοπέλια: ¨Επιασέσε το μπουρού μωρέ Νικολιό; Και γυρνώντας στην κερά του: -Φέρε μπρε το ξύδι,  να το ποτίσω μιαολιά, να ξεμπουρουδιάσει ντελόγο*…).

μπράτη

τα εργαλεία, τα πράγματα κάποιου

μπρόβολο

=το εμφανές, το φανίσιμο,  το ευειδές, το ορατό σε πρώτη ζήτηση. (αντίστοιχο της : μόστρας ή βιτρίνας ή του ελκυστικού) (Στο παζάρι των Μοιρών οι γεωργοί που πούλαγαν την πραμάτεια τους, έβαζαν μπροστά (μόστρα) τα πιο μπρόβολα κομάτια. – Σύντεκνε, εχάλασε μου το κουκοσάλιο* την κρεβατίνα, μα εμάζωξα καμπόσα σταφύλια, τα πιο μπρόβολα, να τα κρατείς, εδά που θα μισέψεις,  των κοπελιώ…)

μπροσάφορμος

ο έχων έτοιμη ή πρόχειρη  την αφορμή διαμαρτυρίας-γκρίνιας. (  το κοπέλι έχει πυρετό και είναι μπροσάφορμο= λόγω του πυρετού γκρινιάζει με το παραμικρό).

μπροσκαδιάζω

πλαγιοκοπώ (περίπου).  Κόβω δρόμο για να βρεθώ μπροστά από κάποιον. (Εμυγιάστικε  μου μωρέ Νικολή η αελιά, και έγειρε ίσα κάτω. Εγώ θα πάω από παέ, μονο τρέχα και συ από κε,  να τηνε μπρσκαδιάσομε, να την πιάσομε…)

μπροστελίνα

δερμάτινη λωρίδα, που συγκρατούσε το σαμάρι, διερχόμενη κατω από το λαιμό, στο στήθος του αλόγου, γαϊδουριού..

μπρουλιάζω

Συνήθως την κλωστή στην οπή της βελόνας. Γενικότερα, περνώ ένα  νήμα στη θέση του Μπρουλιάζω αβροματάρους: τους περνούσαμε ένα νήμα κατά μήκος. Η αρμαθιά με τα σκουλήκια , ριγμένη στο νερό ήταν δόλωμα για χέλια, που δαγκώνοντας το  τα χέλια μπερδευόταν στο νήμα τα δόντια τους. Με επιδέξια γρήγορη κίνηση ο αχελολόγος τα πετούσε έξω από το νερό.  –καβούλα*)

μυρωτικός σύντεκνος

 ο ιδίοις χερσί βαφτίζων ένα παιδί. Επειδή συνηθίζεται όλη η οικογένεια του νονού και του βαφτιστηριού να αλληλοαποκαλούνται σύντεκνοι, (κατά το σκωπτικό: “του συντέκνου μου ο σκύλος // σύντεκνός μου ναι κι εκείνος”), ο αφορισμός “μυρωτικός σύντεκνος” όριζε υψηλό σεβασμό εκ μέρους του φυσικού γονέα του βαφτιστηριού προς τον νονό -σύντεκνο, που έθεσε το άγιο μύρο επί της κεφαλής του παιδιού του, γενόμενος πνευματικός του πατέρας.

Σχολιάστε »

Δεν υπάρχουν σχόλια.

RSS feed for comments on this post. TrackBack URI

Σχολιάστε

Blog στο WordPress.com.